- ανοφθαλμίατος
- ἀνοφθαλμίατος, -ον (Α)αυτός που δεν πάσχει από οφθαλμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνοφθαλμιάτους — ἀνοφθαλμίατος free from ophthalmia masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)